οροθεραπεία

οροθεραπεία
οροθεραπεία, η και οροθεραπευτική, η
(ιατρ.), μέθοδος θεραπείας μεταδοτικών ασθενειών ή προφύλαξης απ' αυτές με εμβόλια ειδικού ορού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οροθεραπεία — ή οροθεραπευτική, η ιατρ. θεραπευτική μέθοδος η οποία βασίζεται στη χρήση ανοσοποιητικών ανθρώπινων ή ζωικών όρων για την καταπολέμηση λοιμώξεων και δηλητηριάσεων ή για την πρόληψή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. serotherapie… …   Dictionary of Greek

  • οροθεραπευτικός — ή, ό [οροθεραπεία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεραπεία 2. το θηλ. ως ουσ. η οροθεραπευτική η οροθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • οροεξασθένηση — η ιατρ. οροθεραπεία που εφαρμόζεται για να εξασθενήσει τις εκδηλώσεις μιας λοιμώδους νόσου η οποία βρίσκεται ήδη σε περίοδο επωάσεως …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”